- κακωδυλικός
- -ή, -όχημ.1. αυτός που περιέχει κακωδύλιο*2. φρ. α) «κακωδυλικό οξύ» — παράγωγο τού αρσενικού που χρησιμοποιούνταν στη φαρμακευτικήβ) «κακωδυλικό άλας» — το άλας τού κακωδυλικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cacodylique < cacodyle (πρβλ. κακωδύλιο)].
Dictionary of Greek. 2013.